ἀσκαλίζω

ἀσκαλίζω
ἀσκᾰλίζω,
A hoe, Phryn.PSp.42 B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀσκαλίζω — hoe pres subj act 1st sg ἀσκαλίζω hoe pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασκαλίζω — ἀσκαλίζω (Α) σκαλίζω …   Dictionary of Greek

  • σκαλίζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ασκαλίζω Α σκάβω νεοελλ. 1. σκάβω επιφανειακά το έδαφος, χτυπώ και αναστρέφω με ειδικό εργαλείο, τη σκαπάνη, την επιφάνεια καλλιεργημένου εδάφους 2. ανακινώ το χώμα («σκαλίζοντας η κότα βγάζει τα μάτια της» λέγεται για εκείνους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”